Εκ της ελληνικής λέξης «κώλος» και της αγγλικής «lover».
Σημαίνει μεταξύ άλλων:
• με την κυριολεκτική έννοια: Αυτός που του αρέσουν οι κώλοι.
• με την υποτιμητική έννοια: Ο κακός εραστής, της πλάκας.
Προκύπτει από το ρήμα «κωλάβ».
Σημαίνει μεταξύ άλλων:
• με την κυριολεκτική έννοια: Αυτός που του αρέσουν οι κώλοι.
• με την υποτιμητική έννοια: Ο κακός εραστής, της πλάκας.
Προκύπτει από το ρήμα «κωλάβ».
• Τη γυναίκα όταν έρχεται την κοιτάω στα μάτια. Όταν φεύγει την κοιτάω στον κώλο. Αφού σου λέω είμαι ...κωλάβερ.
off to have a bubble bath!!
ΑπάντησηΔιαγραφήgreeklish: kωlover & k(_!_)lover
ΑπάντησηΔιαγραφή